- καταστέλλομαι
- καταστέλλομαι, (κατεστάλη - κατεστάλησαν), (σπάν.) κατεσταλμένος βλ. πίν. 91
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταστέλλω — (AM καταστέλλω) 1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζω μσν. 1. κυριεύω, υποτάσσω 2. θάβω, ενταφιάζω αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω,… … Dictionary of Greek
μετακοιμίζομαι — (Α) καταστέλλομαι, κατευνάζομαι («ποῑ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
συναπολαμβάνω — Α 1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως 2. παθ. συναπολαμβάνομαι καταστέλλομαι ολοσχερώς … Dictionary of Greek